- αζωτουρία
- η Ιατρ.η αποβολή με τα ούρα αζωτούχων ενώσεων (ουρίας κ.λπ.) σε αυξημένη ποσότητα. Εμφανίζεται σε καταστάσεις με αυξημένη καταστροφή (καταβολισμό) λευκώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < azoturia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άζωτο + ουρία (< ούρο)].
Dictionary of Greek. 2013.